αλίπαστος

αλίπαστος
(I)
-η, -ο [λιπάζω]
αυτός που δεν λιπάνθηκε με χημικό λίπασμα, ο αλίπαντος*.
————————
(II)
-η, -ο (Α ἁλίπαστος, -ον)
παστός, αλατισμένος, διατηρημένος σε άλμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι-* (< ἅλς) + ρηματ. επίθ. παστός < πάσσω «πασπαλίζω, περιχύνω, ραντίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἁλίπαστος — sprinkled with salt masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλίπαστος — η, ο αυτός που διατηρείται αφού παστωθεί με αλάτι: Τα περισσότερα αλίπαστα είναι ψάρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁλίπαστον — ἁλίπαστος sprinkled with salt masc/fem acc sg ἁλίπαστος sprinkled with salt neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλίπαστα — ἁλίπαστος sprinkled with salt neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… …   Dictionary of Greek

  • αλατόπαστος — η, ο ο παστωμένος με αλάτι, αλίπαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλας ατος + παστός] …   Dictionary of Greek

  • αλιστός — ἁλιστός, ή, όν (AM) [ἁλίζω ΙΙ] αυτός που διατηρείται μέσα σε άλμη, αλατιστός, αλίπαστος …   Dictionary of Greek

  • μπακαλιάρος — Βλ. λ. βακαλάος. * * * ο 1. το ψάρι γάδος και, ιδίως ο αλίπαστος, αλλ. βακαλάος 2. ο ιχθύς μερλούκιος ο κοινός 3. ναυτ. ισχυρή δοκός καθηλωμένη κατά μήκος τού τοιχώματος ξύλινου πλοίου 4. μτφ. (για πρόσ.) πολύ αδύνατος και ισχνός άνθρωπος.… …   Dictionary of Greek

  • παστός — Ονομασία που χαρακτήριζε στους αρχαίους Έλληνες τον νυφικό θάλαμο, τον κοιτώνα, το ξόανο του θεού, καθώς και ένα είδος φερέτρου, όπου κατά τη διάρκεια τελετής τοποθετούνταν ο ιερέας που έμελλε να μυηθεί στους ανώτερους βαθμούς, σε ανάμνηση του… …   Dictionary of Greek

  • παστός, -ή — ό 1. ο διατηρημένος με αλάτι, αλίπαστος, παστωμένος: Παστά ψάρια. 2. (ως ουσ.) κάθε φαγώσιμο διατηρημένο σε αλάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”